- φυσικοχημεία
- ηη επιστήμη που ερευνά τα χημικά φαινόμενα σε συνάφεια με τις παράλληλες φυσικές μεταβολές των διάφορων μορφών ενέργειας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φυσικοχημεία — η, Ν χημ. κλάδος τής χημείας, που έχει ως αντικείμενο την εφαρμογή τών φυσικών μεθόδων και θεωριών στη μελέτη τών χημικών συστημάτων, αλλ. φυσική χημεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. physical chemistry, γαλλ. chimie physique] … Dictionary of Greek
φυσικοχημικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσικοχημεία («φυσικοχημικές μελέτες») 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η φυσικοχημικός επιστήμονας ειδικευμένος στη φυσικοχημεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσικοχημεία. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1811 στο… … Dictionary of Greek
πολικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πόλους τής γήινης σφαίρας ή ο σχετικός με τους πόλους 2. ο σχετικός με τους πόλους μαγνήτη ή ηλεκτρικής στήλης 3. όρος που χρησιμοποιείται στη φυσικοχημεία για να χαρακτηρίσει τα μόρια τα οποία δρουν … Dictionary of Greek
στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός … Dictionary of Greek
ταχύτητα — Στη φυσική, ανυσματικό μέγεθος που εκφράζει την ταχύτητα με την οποία ένα κινητό σημείο διατρέχει την τροχιά του· η τ. συνήθως ορίζεται αν το διάστημα που έχει διανυθεί διαιρεθεί διά του χρόνου που απαιτήθηκε για να διανυθεί. Η έννοια της τ.… … Dictionary of Greek
φυσικός — ή, ό / φυσικός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Ν [φύσις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φύση ή αυτός που προέρχεται από τη φύση, εγγενής (α. «φυσικά χαρίσματα» β. «πάλιν δὲ ἐρωτώμενος, ἡ ἀνδρεία πότερον εἴη διδακτὸν ἤ φυσικόν», Ξεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… … Dictionary of Greek
χημικοφυσικός — ή, ό, Ν (παλ. όρος) 1. φυσικοχημικός 2. το θηλ. ως ουσ. η χημικοφυσική η φυσικοχημεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χημικός + φυσικός] … Dictionary of Greek
Γιανγκ, Σίντνεϊ — (Sidney Young, 1857 – 1937). Άγγλος χημικός. Υπήρξε καθηγητής στο κολέγιο της Αγίας Τριάδας του Δουβλίνου (Trinity College), καθώς και συνεργάτης του διάσημου χημικού Γουίλιαμ Ράμσεϊ. Έγινε γνωστός για τις έρευνές του στη φυσικοχημεία… … Dictionary of Greek
ευτηκτικό σημείο — Η θερμοκρασία τήξης ενός μείγματος ή κράματος δύο ή περισσότερων σωμάτων, η οποία έχει πραγματοποιηθεί με τέτοιον τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται σταθερό σημείο τήξης. Αν σε ένα διμερές μείγμα τα συστατικά δεν δίνουν χημικές ενώσεις, τότε το ε.σ.… … Dictionary of Greek